ανέκοπος

ανέκοπος
-η, -ο
1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο, άκοπος
2. αυτός που δεν αισθάνεται κόπωση, ακούραστος
3. αδιάκοπος, συνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανε-* (στερητικό) + κόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”